- υδροσκοπικός
- η , ό[ν] гидрогеологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροσκοπικός — ή, ό, Ν [υδροσκόπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροσκοπία ή στον υδροσκόπο 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. υδροσκοπική … Dictionary of Greek
υδροσκοπικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροσκοπία ή στον υδροσκόπο (βλ. λλ.): Υδροσκοπικές έρευνες. 2. το θηλ. ως ουσ., υδροσκοπική η τέχνη του υδροσκόπου, η υδροσκοπία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδατοσκοπικός — ή, ό, Ν [υδατοσκοπία] υδροσκοπικός … Dictionary of Greek
υδατοσκοπικός — ή, ό επίρρ. ά ο υδροσκοπικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)